- ρανουγκουλίδες
- οι, Νβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης ρανουγκουλώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculaceae < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… … Dictionary of Greek
αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… … Dictionary of Greek
κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
νιγέλλα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ρανουγκουλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nigella < θηλ. τού λατ. nigellus, υποκορ. τού niger «μαύρος»] … Dictionary of Greek
πουλσατίλα — και παλαιότ. τ. πουλσατίλη, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρανουγκουλίδες τής τάξης ρανουγκουλώδη … Dictionary of Greek
τρόλλιος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρανουγκουλίδες τής τάξης ρανουγκουλώδη και το οποίο περιλαμβάνει 20 25 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή κυρίως τών υγρών περιοχών τής εύκρατης ζώνης τού… … Dictionary of Greek
φικαρία — η, Ν βοτ. γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας ρανουγκουλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ficaria < λατ. ficus «σύκο» + κατάλ. aria] … Dictionary of Greek
ύδραστις — (hydrastis). Γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριοειδών. Το γένος αυτό αριθμεί δύο μόνο είδη, ένα ιθαγενές της Ιαπωνίας και ένα ιθαγενές της Βόρειας Αμερικής. Το ρίζωμα της ύ. της καναδικής είναι φαρμακευτικό και χρησιμοποιείται σε δόσεις 0,50 … Dictionary of Greek